- βόρβορος
- ο (AM βόρβορος)βρομερή λάσπη, βούρκοςμσν.- νεοελλ.ηθική ακαθαρσία, διαφθοράαρχ.κόπρανα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα ρωσ. -σλαβ. bara «τέλμα, έλος», ιλλυρ. Metu-Barbis (όνομα νησιού, κυριολ. «ανάμεσα σε έλη»), αλβ. berak, brak «έλος». Η σύνδεση με το αρμ. kork «ρύπος, ακαθαρσία, βόρβορος» καθιστά πιθανή μια αρχική ινδοευρ. μορφή *guorgu (or) o-s. Εξάλλου, σύμφωνα με νεώτερη άποψη, υποστηρίζεται η αναγωγή σε χεττιτ. burbura- (ή purpura-). Τέλος, σημειώνεται ότι παρατηρείται σύγχυση του βόρβορος με την ετυμολογική ομάδα του βορβορύζω* «έχω γουργούρισμα στην κοιλιά» (πρβλ. βορβόρωσις), ενώ η μεταξύ τους σχέση, λόγω της απομακρυσμένης σημασίας τους, είναι αμφίβολη.ΠΑΡ. βορβορώνω (AM -ώ, Μ και -ώνω)αρχ.βορβορώδης.ΣΥΝΘ. μσν. βορβοροφάγοςαρχ.(Α' συνθετικό) βορβορόθυμος, βορβοροκοίτης, βορβορόπη, βομβοροτάραξις, βομβορόφυρτος(Β' συνθετικό) αβόρβορος, υποβόρβορος].
Dictionary of Greek. 2013.